- πλωτευω
- πλωτεύωплыть, проплывать
(πόρος πλωτευόμενος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόρος πλωτευόμενος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλωτεύω — Α [πλωτός] 1. πλέω 2. παθ. πλωτεύομαι 3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον») … Dictionary of Greek
πλωτεύσουσιν — πλωτεύω aor subj act 3rd pl (epic) πλωτεύω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλωτεύω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτευόμενον — πλωτεύω pres part mp masc acc sg πλωτεύω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)